καταφορτίζω

καταφορτίζω
καταφορτ-ίζω,
A load heavily,

ὄνους τοῖς ἐπιτηδείοις J.AJ7.9.3

([voice] Pass.): metaph., weigh down,

τὰν ψυχὰν κακοῖς Hipparch.

ap. Stob.4.44.81; weary, burden,

τινὰς τοῖς Πλάτωνος λόγοις Jul.Or.2.69b

; of financial burdens,

κ. τὸ δημόσιον χρέεσι Just.Nov.148

Praef. ([voice] Pass.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταφορτίζω — (Α) (επιτ. τ. τού φορτίζω) 1. φορτώνω βαριά, καταφορτώνω 2. μτφ. βαρύνω πολύ, καταβαρύνω («καταφορτίζειν τὰν ψυχὰν κακοῑς», Ίππαρχ.) 3. μτφ. (για χρέη) επιβαρύνω («καταφορτίζεσθαι τὸ δημόσιον χρέεσι», Ιουστινιαν.) 4. μτφ. ενοχλώ («καταφορτίζειν… …   Dictionary of Greek

  • καταφορτίζει — καταφορτίζω load heavily pres ind mp 2nd sg καταφορτίζω load heavily pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορτίζοντα — καταφορτίζω load heavily pres part act neut nom/voc/acc pl καταφορτίζω load heavily pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορτίζοντι — καταφορτίζω load heavily pres part act masc/neut dat sg καταφορτίζω load heavily pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορτίζουσι — καταφορτίζω load heavily pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταφορτίζω load heavily pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορτίσαντα — καταφορτίζω load heavily aor part act neut nom/voc/acc pl καταφορτίζω load heavily aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορτισθέντας — καταφορτίζω load heavily aor part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορτισθέντες — καταφορτίζω load heavily aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορτίζειν — καταφορτίζω load heavily pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορτίζεσθαι — καταφορτίζω load heavily pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορτίζοντας — καταφορτίζω load heavily pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”