καταφορτίζω — (Α) (επιτ. τ. τού φορτίζω) 1. φορτώνω βαριά, καταφορτώνω 2. μτφ. βαρύνω πολύ, καταβαρύνω («καταφορτίζειν τὰν ψυχὰν κακοῑς», Ίππαρχ.) 3. μτφ. (για χρέη) επιβαρύνω («καταφορτίζεσθαι τὸ δημόσιον χρέεσι», Ιουστινιαν.) 4. μτφ. ενοχλώ («καταφορτίζειν… … Dictionary of Greek
καταφορτίζει — καταφορτίζω load heavily pres ind mp 2nd sg καταφορτίζω load heavily pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορτίζοντα — καταφορτίζω load heavily pres part act neut nom/voc/acc pl καταφορτίζω load heavily pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορτίζοντι — καταφορτίζω load heavily pres part act masc/neut dat sg καταφορτίζω load heavily pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορτίζουσι — καταφορτίζω load heavily pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταφορτίζω load heavily pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορτίσαντα — καταφορτίζω load heavily aor part act neut nom/voc/acc pl καταφορτίζω load heavily aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορτισθέντας — καταφορτίζω load heavily aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορτισθέντες — καταφορτίζω load heavily aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορτίζειν — καταφορτίζω load heavily pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορτίζεσθαι — καταφορτίζω load heavily pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορτίζοντας — καταφορτίζω load heavily pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)